- διπλόκυκλος
- -η, και -ος, -ο1. αυτός που έχει δύο κύκλους2. (φιλοτελ.) «διπλόκυκλος σφραγίς ταχυδρομείου» — σφραγίδα με δύο ομόκεντρους κύκλους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διπλ(ο) — (διπλούς, διπλός) α συνθετικό λέξεων που δηλώνουν διπλασιασμό ή επανάληψη τής σημασίας τού β συνθετικού π.χ. διπλοπρόσωπος, διπλοπαρακαλώ ΣΥΝΘ. αρχ. διπλοείματος, διπλωδούμαι μσν. διπλοεντέληνος, διπλοκαλαμαράτος, διπλοπαλαιολόγος,… … Dictionary of Greek